- αφορμικτος
- ἀφόρμικτοςἀ-φόρμικτος2не сопровождаемый игрой на форминге
(ὕμνος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὕμνος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αφόρμικτος — ἀφόρμικτος, ον (Α) (για μελαγχολική μουσική) που δεν συνοδεύεται από φόρμιγγα ή λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φορμίζω < φόρμιγξ ( γγος)] … Dictionary of Greek
ἀφόρμικτος — without the lyre masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)